Ελάχιστα οικοδομήματα στον κόσμο, με εξαίρεση τους ιερούς ναούς, διατηρούν την χρήση για την οποία είναι κατασκευασμένα. Στη Θεσσαλονίκη ένα από αυτά είναι το Μπεζεστένι (υφασματαγορά – Τουρκικά: bezesten – η λέξη προέρχεται από την αραβική λέξη μπεζ (bez) η οποία σημαίνει ρούχο – ύφασμα), μια από τις παλιότερες εμπορικές στοές της πόλης, που διατηρεί τον παλιό της χαρακτήρα έστω και σε μικρότερη κλίμακα. Το Μπεζεστένι σήμερα στεγάζει ακόμα μικρά μαγάζια κυρίως υφασματεμπόρων.
Τα μπεζεστένια είναι κτίρια με συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία, θολοσκέπαστα με 4, 6, 8, μέχρι και 20 τρούλους. Χτίστηκαν κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα τον 15ο και 16ο αιώνα. Η χρήση τους ήταν είτε αυτή της υφασματαγοράς είτε της αγοραπωλησίας πολύτιμων ειδών. Το πιο χαρακτηριστικό Μπεζεστένι του πρώτου αιώνα της τουρκοκρατίας, όπου είναι φανερή και η τεχνική των βυζαντινών είναι αυτό που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Εγνατία και Βενιζέλου, εκεί που χτυπούσε η εμπορική καρδιά της πόλης. Από πολύ παλιά. Εκεί που τα έργα στο μετρό έφεραν στο φως το βυζαντινό εμπορικό σταυροδρόμι.
Το Μπεζεστένι, για το οποίο μιλούν με θαυμασμό οι περιηγητές του 16ου αιώνα, θεωρώντας το ως την ομορφότερη αγορά των Βαλκανίων, στέγαζε διάφορα επαγγέλματα, κύρια όμως υφασματέμπορους και χρυσοχόους. Ευρήματα στο Μνημείο δείχνουν ότι η αγορά λειτουργούσε οργανωμένα και με συντεχνιακούς κανονισμούς. «Οι συντεχνίες γενικότερα αποτέλεσαν το μέσο της διοικητικής σύνδεσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον αστικό πληθυσμό. Η κατανομή του πληθυσμού στις συντεχνίες δεν κατοχύρωνε μόνο το επαγγελματικό συμφέρον των μελών της, αλλά ολόκληρη η κοινωνική και η οικονομική ζωή τον κράτούς περιλαμβανόταν στο σύστημα των συντεχνιών. Μέσα στα κυριότερα καθήκοντα των συντεχνιών ήταν ο έλεγχος της ποιότητας των ειδών που κατασκεύαζαν ή πουλούσαν οι τεχνίτες και οι έμποροι».
Η Πολεοδόμος-αρχιτέκτων Αλέκα Γερόλυμπου εξηγεί για τις εμπορικές στοές της Θεσσαλονίκης: “Η παρουσία των στοών στην αγορά της Θεσσαλονίκης και οι παραλλαγές στην μορφή τους οφείλονται στη σύζευξη δύο διαφορετικών κληρονομιών, απο Aνατολή και Δύση, που στη Θεσσαλονίκη χωνεύονται και συντίθενται, χωρίς να φανερώνουν εύκολα την προέλευσή τους. Πράγματι από τους πρώτους αιώνες της ζωής της, η Θεσσαλονίκη, κατ’εξοχήν εμπορική πόλη, ανέπτυξε την εκτεταμένη κεντρική αγορά της στην περιοχή νοτιοδυτικά από το ελληνορωμαϊκό της κέντρο και τη διασταύρωση των δύο σημαντικότερων δρόμων της (Eγνατία και Bενιζέλου) μέχρι το λιμάνι. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας (1430-1912) ο χώρος αυτός αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, γιατί αποτελεί τη μόνη μορφή κέντρου. Πρόχειρα στεγασμένοι δρόμοι με μαγαζιά, χάνια με τις τετράγωνες αυλές τους, στενά περάσματα με εργαστήρια, ακανόνιστα σταυροδρόμια με καφενεία, καλύπτουν τις ανάγκες της πόλης για μεταποίηση, εμπόριο και κάθε λογής συναλλαγές και υπηρεσίες. Mε το πέρασμα των αιώνων χαλαρώνει, χωρίς όμως να εξαφανίζεται, η αρχική αυστηρότητα που είχε συγκεντρώσει τα επαγγέλματα κατά συντεχνίες, εντάσσοντάς τα σε ομόκεντρους κύκλους στο χώρο, σε αποστάσεις ανάλογες με το βαθμό ιερότητας των εμπορευμάτων”.
Και συνεχίζει ειδικά για το Μπεζεστένι: «Δίπλα στο τζαμί της αγοράς (Xαμζά μπέη) και το Mπεζεστένι, που κλείνει για να φυλάσσονται κοσμήματα και πολύτιμα υφάσματα, βρίσκει κανείς τους κατασκευαστές κεριών, αρώματα και μυρωδικά, ιερά βιβλία και γραφειάδες, βιβλιοδέτες, εμπόρους δερμάτων και κατασκευαστές πασουμιών. Πιο πέρα οι ψαθάδες, οι ξυλουργοί, οι κλειδαράδες και οι χαλκωματάδες, μακρύτερα οι σιδεράδες… H κατοικία απαγορεύεται, τα κτίρια είναι μικρά και καλύπτουν το σύνολο του οικοπέδου. O δρόμος -στενό πέρασμα, συχνά καλυμένο, προεκτείνει το μαγαζί: εδώ εκτίθενται τα εμπορεύματα, εδώ γίνεται το πάρε-δώσε με την πελατεία.».
Το Μπεζεστένι της Θεσσαλονίκης, είναι ένα Οθωμανικό μνημείο για το οποίο υπάρχουν δύο εκδοχές για τη χρονολογία κατασκευής του: Ο Μ. Cezar αποδίδει την ανέγερσή του στο σουλτάνο Μεχμέτ Β’ (1455-1459). Δίνει επίσης την πληροφορία ότι αποτελούσε ιδιοκτησία του κράτους και ότι αμέσως μετά την ανέγερσή του πέρασε στα βακουφικά κτίρια. Αντίθετα οι καθηγητές Α. Βακαλόπουλος και Β. Δημητριάδης τοποθετούν την ανέγερσή του στο τέλος του 15ου αιώνα, στα χρόνια του Βαγιαζίτ Β’(1481-1512). Είναι ένα από τα τρία μπεζεστένια που σώζονται σήμερα στην Ελλάδα (στις Σέρρες στεγάζει το Αρχαιολογικό, στη Λάρισα είναι μισογκρεμισμένο και αποτελεί ένα από μνημεία της πόλης).
Είναι ένα ορθογώνιο πέτρινο κτίσμα με έξι μολυβδοσκέπαστους θόλους που αντιστοι¬χούν στα έξι τετράγωνα με επτά διπλά τόξα που στηρίζονται σε δύο κεντρικούς πεσσούς. Το κέντρο κάθε πλινθόκτιστου τρούλου είναι κοσμημένο με ένα λευκό πέτρινο λουλούδι. Τα ανοίγματα στις όψεις οφείλονται σε μεταγενέστερες επεμβάσεις. Τα περιμετρικά καταστήματα είναι και αυτά μεταγενέστερα και προστέθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, στα 1924, στη Θέση παλιών ξύλινων κατασκευών που ίσως προϋπήρχαν γύρω από το Μπεζεστένι. Υπάρχει μια είσοδος σε κάθε μια από τις τέσσερις πλευρές του. Κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής έγιναν επεμβάσεις προς την κατεύθυνση εξωραϊσμού και ανασχεδιασμού του με τη διαμόρφωση διαδρομής με τη δημιουργία ενός εξώστη. Εγκαταστάθηκε ένας μεταλλικός διάδρομος, που επιτρέπει στον επισκέπτη την παρατήρηση των λεπτομερειών του οικοδομήματος. Η στερέωση, η απελευθέρωση του από τους τόνους χώματα, που το βάρυναν επικίνδυνα, η διαμόρφωση στο εσωτερικό του ενός τόσο μοναδικού εκθεσιακού χώρου, στον οποίο φιλοξενήθηκαν εκδηλώσεις και εκθέσεις των φορέων της πόλης, είναι ένα από τα “έργα” της “Πολιτιστικής”
Πριν την πυρκαγιά του 1917, που κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης, το Μπεζεστένι αριθμούσε 113 καταστήματα. Ήδη από τον 16ο αιώνα οι περιηγητές που πέρασαν από την πόλη, όπως ο Εβλιγιά Τσελεμπή, περιγράφουν το Μπεζεστένι ως μία από τις ομορφότερες αγορές των Βαλκανίων.
Η κα Αλέκα Γερόλυμπου περιγράφοντας την παρακμή των στοών και των κλειστών αγορών αναφέρει: «Στο τέλος του 19ου αιώνα, κτίρια υπηρεσιών και γραφείων, μοντέρνα ξενοδοχεία, νέου τύπου μεγάλα καταστήματα και θέατρα κάνουν την εμφάνισή τους. H παραδοσιακή αγορά χάνει τη σημασία της και το κοινωνικό και οικονομικό κέντρο της πόλης μεταφέρεται στην προκυμαία και στις εξοχές. Στην αγωνιώδη προσπάθειά της για ανανέωση, η παλιά αγορά αντιγράφει αρχιτεκτονικές μορφές που έχουν αναπτυχθεί στον 19ο αιώνα στην κεντρική και δυτική Eυρώπη: Γκρεμίζει τις ξύλινες ή πάνινες στέγες και τις αντικαθιστά με μέταλο και τζάμι. Διαμορφώνει γυάλινες βιτρίνες μπροστά στις στενόχωρες και ταπεινές όψεις των μικρομάγαζων. Arcades και Galleries μπερδεύονται με τα χάνια και τις στοές σε μιαν ενδιαφέρουσα συμβίωση ‘ανατολίζοντων’ και δυτικότροπων κτισμάτων».
Βρισκόμαστε λοιπόν στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι παλιές οθωμανικού τύπου αγορές παρακμάζουν και το 1883 το Μπεζεστένι σε πλήρη παρακμή πωλείται στην εβραϊκή κοινότητα έναντι 100 χρυσών λιρών. Το κλίμα όμως αλλάζει μετά την πυρκαγιά του 1917 και την επακόλουθη αναδόμηση του ιστορικού κέντρου της πόλης. Σύμφωνα με την κυρία Γερόλυμπου: «Μετά την πυρκαγιά του 1917, οι πολεοδόμοι της Θεσσαλονίκης δεν αγνοούν τη σημασία των μικροεπαγγελμάτων στην οικονομία της πόλης. Γύρω από το Mπεζεστένι, με στοές κάτω από τα νέα εξευρωπαϊσμένα κτίρια, στη Bλάλη, στην Bατικιώτη εμφανίζονται ‘εξορθολογισμένες’ οι οικείες κτιριακές τυπολογίες: Mικροί ισόγειοι και διόροφοι χώροι, 4 μέτρα επί 8, με επιβεβλημένες νεο-βυζαντινές όψεις, δίλοβα παράθυρα και στεγασμένες στοές στο ισόγειο, αναπτύσσουν αυθόρμητα τις χρήσεις τους σε μια απόμακρη υπόμνηση του παλιού μοντέλου: κοσμήματα και υφάσματα γύρω από το Mπεζεστένι, δέρματα, ρουχισμός και ‘είδη προικός’ στη Σπανδωνή, τρόφιμα και εργαστήρια στην Bλάλη και στη Bατικιώτη.»
Περιμετρικά του κεντρικού χώρου του Μπεζεστενιού προστέθηκαν εξωτερικά καταστήματα. Στο εσωτερικό του λειτουργούσαν 32 καταστήματα, ενώ στο εξωτερικό του τριάντα τέσσερα.
Στη διάρκεια της ιστορίας του έγιναν πολλές εργασίες στερέωσης που έδειξαν ότι το κτήριο αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα καθιζήσεων, που φαίνεται ότι απαίτησαν μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις τόσο στην ανωδομή όσο και στη θεμελίωσή του. Μια τέτοια σημαντική επιδιόρθωση θεμελίων φαίνεται να χρονολογεί η ανεύρεση τούρκικού νομίσματος στα θεμέλια τον κτηρίου σε βάθος 2,50 μέτρων. Η κοπή του νομίσματος χρονολογείται στην περίοδο 1730-1754. Οι πιο πρόσφατες επεμβάσεις στερέωσης έγιναν τις δεκαετίες του 1980 και στη διάρκεια της Πολιτιστικής, καθώς το κτίριο είχε υποστεί καθίζηση και απόκλιση από την κατακόρυφο.
Πηγές: Πελαγία Αστρεινίδου-Κωτσάκη, «Χαράγματα στους μολυβδοσκέπαστους τρούλους του Μπεζεστενιού της Θεσσαλονίκης»,», Μελέτη, 9η Εφορεία Βυζαντινῶν Αρχαιοτήτων.
Οι παρακάτω εικόνες είναι του Γιάννη Τζιμπρέ.
Πηγή:parallaximag.gr